περιόστεος

περιόστεος
-ο(ν), ΝΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από τα οστά («περιόστεος ὑμήν», Γαλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιόστεο
ανατ. ειδικός συνδετικός ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -όστεος (< ὀστέον, -οῦν). Ο νεοελλ. τ. περιόστεο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periosteum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιόστεος — round the bones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόστεον — περιόστεος round the bones masc/fem acc sg περιόστεος round the bones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοστέοις — περιόστεος round the bones masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοστέου — περιόστεος round the bones masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοστέων — περιόστεος round the bones masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόστεα — περιόστεος round the bones neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόστεοι — περιόστεος round the bones masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • περιόστεο — το βλ. περιόστεος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”